- αδειοκέφαλος
- -η, -οαυτός που έχει άδειο κεφάλι, άμυαλος, ανόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + κεφάλι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άδειος — (I) ἄδειος, ον (Α) ο άφοβος, ο απτόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄ στερητ. + δFεῖος, το (= δέος, το) πρβλ. δει λός, δει νός]. (II) α, ο αυτός που δεν έχει περιεχόμενο, αδειανός, κενός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδειάζω υποχωρητικά (πρβλ. αγιάζω > άγιος). ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek